στορεστής

From LSJ
Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek (Liddell-Scott)

στορεστής: -οῦ, ὁ, = τῷ ἑπομ. Ι., ζάλης Ἀνθ. Π. 1. 118.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρης
αρχ.
αυτός που φέρνει γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα του αρχ. στόρνυμι (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)].

Russian (Dvoretsky)

στορεστής: οῦ ὁ усмиритель, укротитель (τῆς ζάλης Anth.).