κωνίον
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
or κώνιον, τό, Dim. of κῶνος,
A small cone, κωνία μαστῶν AP5.12 (Phld.). II small pine-cone, Posidon.3 J.
German (Pape)
[Seite 1546] τό, dim. von κῶνος, κώνιον ist falscher Accent, Kegelchen; τὰ λύγδινα κωνία μαστῶν Philodem. 18 (V, 13); – vom Fichtenzapfen, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d.
Greek (Liddell-Scott)
κωνίον: ἢ κώνιον, τό, ὑποκορ. τοῦ κῶνος, μικρὸς κῶνος, κωνία μαστῶν Ἀνθ. Π. 5. 13. ΙΙ. μικρὸς κῶνος πίτυος, «κουκουνάρα», Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 649D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petit cône;
2 fruit du pistachier, pistache.
Étymologie: κῶνος.
Greek Monotonic
κωνίον: τό, υποκορ. του κῶνος, μικρός κώνος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κωνίον: τό маленький конус (τὰ κωνία μαστῶν Anth.).