καταστρηνιάω
From LSJ
English (LSJ)
A behave wantonly towards, τοῦ Χριστοῦ 1 Ep.Ti. 5.11.
Greek (Liddell-Scott)
καταστρηνιάω: φέρομαι ἀκολάστως πρός τινα, τινος Α' Ἐπιστ. π. Τιμθο. ε', 11· ὁ Ἰω. Χρυσ. ἑρμηνεύει θρύπτεσθαι, ἀκκίζεσθαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire fi de, gén..
Étymologie: κατά, στρηνιάω.
English (Strong)
from κατά and στρηνιάω; to become voluptuous against: begin to wax wanton against.
English (Thayer)
1st aorist subjunctive καταστρηνιάσω (future στρηνιάω); to feel the impulses of sexual desire (A. V. to grow wanton); (Vulg. luxurior): τίνος, to one's loss (A. V. against), Ignatius ad Antioch. c. 11.
Greek Monotonic
καταστρηνιάω: φέρομαι ακόλαστα έναντι κάποιου, τινός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
καταστρηνιάω: презрительно отмахиваться, пренебрежительно относиться (τινος NT).