πεντακυμία

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰκῡμία Medium diacritics: πεντακυμία Low diacritics: πεντακυμία Capitals: ΠΕΝΤΑΚΥΜΙΑ
Transliteration A: pentakymía Transliteration B: pentakymia Transliteration C: pentakymia Beta Code: pentakumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fifth wave, supposed to be larger than the four preceding, Luc.Merc.Cond.2 ; cf. τρικυμία.

German (Pape)

[Seite 556] ἡ, die fünfte Welle, die nach einigen Beobachtungen jedesmal größer als die vier vorhergehenden sein soll; oder, wie Andere erklären, so groß wie fünf andere, Luc. de merc. cond. 1. Vgl. τρικυμία.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰκῡμία: ἡ, πέντε κύματα ἀλλεπάλληλα (ὑπερβολικὴ ἔκφρασις ἀντὶ τοῦ τρικυμία), τὰς τρικυμίας καὶ νὴ Δία πεντακυμίας τε καὶ δεκακυμίας Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2· πρβλ.τρικυμία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cinquième vague ; vague énorme, celle qui met le comble aux autres (cf. τρικυμία).
Étymologie: πέντε, κῦμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πέντε κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. μεγάλη τρικυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -κυμία (< -κυμος < κῦμα), λ. πλασμένη κατά το τρι-κυμία].

Greek Monotonic

πεντᾰκῡμία: ἡ, το πέμπτο κύμα, θεωρείται πως είναι μεγαλύτερο από τα τέσσερα που προηγούνται, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πεντᾰκῡμία: ἡ пятая волна, т. е. огромный вал, водяная гора (ср. «девятый вал») Luc.