ματᾴζω
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A = ματάω, speak or work folly, S.OT891 (lyr.); σπλάγχνα δ' οὔ τι ματᾴζει my heart is not deceived, A.Ag.995 (lyr.).—On the form cf. Hdn.Gr.2.929, EM737.21:—ματαΐζω, J.BJ6.2.10, Suid. (ματᾴζω is prob. contr. fr. *ματαιΐζω.)
Greek (Liddell-Scott)
μᾰτᾴζω: ματάω, ὁμιλῶ ἢ πράττω ἀνοησίας, ματαιοφρονῶ, Σοφ. Ο. Τ. 891· σπλάγχνα δ’ οὐ ματᾴζει, ἡ καρδία μου δὲν ἀπατᾶται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 995. ― Περὶ τοῦ ὑπογραφομένου ι (πρβλ. σφαδᾴζω), ἴδε Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 23, Ἐτυμολ. Μέγ. 737. 22, Piers. εἰς Μοῖρ. σ. 71· τὸ ἀσυναίρ. ματαΐζω ἀπαντᾷ ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 6. 2, 10 καὶ Σουΐδ., πρβλ. ματαϊσμός. Ἕτερος τύπος ματαιάζω εὕρηται ἐν Ἐπικούρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 67, Λουκ. περὶ Πένθ. 16, Φίλων, κτλ.
French (Bailly abrégé)
parler ou agir vainement ou sottement.
Étymologie: contr. de ματαΐζω.
Greek Monolingual
ματάζω και ματαΐζω (Α) μάτη
λέω ή κάνω ανοησίες.
Greek Monotonic
μᾰτᾴζω: (μάταιος), μιλώ ή εργάζομαι ανόητα, σε Σοφ.· σπλάγχνα δ' οὐ ματᾴζει, η καρδιά μου δεν ξεγελιέται, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰτᾴζω: поступать безрассудно Soph.: σπλάγχνα δ᾽ οὐ ματᾴζει Aesch. сердце не обманывается.