ἀποζεύγνυμαι

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀποζεύγνυμαι: ἀόρ. -εζύγην [ῠ], ἀλλὰ καὶ -εζεύχθην Εὐρ. Ἠλ. 284, Ἀνθ. Π. 12. 226: - Παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, τέκνων, γυναικὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1376, Μήδ. 1017· εἰ γάμων ἀπεζύγην; ἂν ἤμην ἐλεύθερος ἀπό…, ὁ αὐτ. Ἱκ. 791· ὀρφανὸς ἀποζυγεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 988: ὥσπερ δεῦρ’ ἀπεζύγην πόδας (γραπτέον πόδα), ὡς ἀνεχώρησα καὶ ἦλθον ἐνταῦθα πεζῇ, ὡς τὸ βαίνειν πόδα (ἴδε τὸ ῥῆμα βαίνω Α. ΙΙ. 4), Αἰσχύλ. Χο. 676. 2) τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Μανέθ. 3. 85, ἢ γὰρ ἀποζεύγνυσι συνεύνων.

Greek Monotonic

ἀποζεύγνῠμαι: αόρ. αʹ -εζεύχθην, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, γυναικός, σε Ευρ.· εἰ γάμων ἀπεζύγην, εάν ήμουν ελεύθερος από τα δεσμά του γάμου, στον ίδ.· ἀπεζύγην πόδας, ανεχώρησα πεζός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποζεύγνῠμαι: (aor. 1 ἀπεζεύχθην, aor. 2 ἀπεζύγην) досл. отпрягаться, перен. отделяться: ἀ. τινος Eur. быть разлученным с кем-л.; δεῦρο ἀπεζύγην πόδας Aesch. я пешком пришел сюда.