κυνόδηκτος

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόδηκτος Medium diacritics: κυνόδηκτος Low diacritics: κυνόδηκτος Capitals: ΚΥΝΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: kynódēktos Transliteration B: kynodēktos Transliteration C: kynodiktos Beta Code: kuno/dhktos

English (LSJ)

ον,

   A caused by a dog's bite, ἕλκη Arist.HA630a8, cf. Heras ap.Gal.13.558, Dsc.1.123, 2.28; bitten by a dog, Gp.12.17.14.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ κυνός, Γαλην.· κ. ἕλκη, ἕλκη ἐκ δήγματος κυνός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 8.

Spanish

mordida por un perro

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κυνόδηκτος, -ον)
δαγκωμένος από σκύλο
αρχ.
αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό-δηκτος, καρδιό-δηκτος].

Russian (Dvoretsky)

κῠνόδηκτος: причиненный укусом собаки (ἕλκη Arst.).