γέρα

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

French (Bailly abrégé)

acc. pl. poét. de γέρας.

Greek Monolingual

τα (Μ γέρα)
τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρα (πληθ. του γήρα) < μσν. γήρα(ν) < αρχ. γήρας].

Russian (Dvoretsky)

γέρᾱ: эп. γέρᾰ (стяж. к γέραα) acc. к γέρας.