συγκατεύχομαι

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατεύχομαι Medium diacritics: συγκατεύχομαι Low diacritics: συγκατεύχομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: synkateúchomai Transliteration B: synkateuchomai Transliteration C: sygkateychomai Beta Code: sugkateu/xomai

English (LSJ)

   A join in praying for, ταῦτα S.Ant.1336.    II pray to together with another deity, Plu.2.492c.

German (Pape)

[Seite 966] mit, zugleich erflehen, bitten, ὧν ἐρῶ μέν, τα ῦτα συγκατευξάμην, Soph. Ant. 1336; – im Gebet mit anrufen, Plut de frat. am. E.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεύχομαι: ἀποθ., κατεύχομαι ὁμοῦ, ἀλλ’ ὦν ἐρῶ μέν, ταῦτα συγκατευξάμην Σοφ. Ἀντ. 1336. ΙΙ. προσεύχομαι εἴς τινα μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 492D.

French (Bailly abrégé)

1 prier en même temps;
2 faire vœu en même temps.
Étymologie: σύν, κατεύχομαι.

Greek Monolingual

Α κατεύχομαι
1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα
τευξάμην», Σοφ.)
2. προσεύχομαι με κάποιον.

Greek Monolingual

Α κατεύχομαι
1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα
τευξάμην», Σοφ.)
2. προσεύχομαι με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκατεύχομαι: μέλ. -εύξομαι, αποθ., προσεύχομαι, ικετεύω από κοινού για κάτι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατεύχομαι: 1) одновременно просить, вымаливать (τι Soph.);
2) одновременно призывать в молитвах (Геракла и Иолая) Plut.