σπυρίδιον
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of σπυρίς, Ar.Ach.453,469, Pherecr.52, PSI4.428.26 (iii B.C.): later σφῠρίδιον, Arch.Pap.6.220 (iii B.C.), PTeb.120.77 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 926] το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.
Greek (Liddell-Scott)
σπῠρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σπυρίς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - ὡσαύτως παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.
Greek Monolingual
και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α σπυρίς, -ίδος / σφυρίς
μικρή σπυράς, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων.
Greek Monotonic
σπῠρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του σπυρίς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σπῠρίδιον: (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.