σπουδαστικῶς
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
French (Bailly abrégé)
adv.
sérieusement;
Cp. σπουδαστικωτέρως.
Étymologie: σπουδαστικός.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστικῶς: серьезно: σ. ἔχειν Plut. обладать серьезным складом ума.