δυσδάκρυτος
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ον,
A sorely wept, A.Ag.442 (lyr.). II. Act., sorely weeping, AP12.80 (Mel.); δάκρυα δ. tears of anguish, ib.7.476 (Id.).
German (Pape)
[Seite 677] 1) sehr zu beweinen; βαρὺ ψῆγμα Aesch. Ag. 430. – 2) sehr weinend; ψυχή Mel. 55 (XII, 80); δάκρυα 109 (VII, 476).
Greek (Liddell-Scott)
δυσδάκρῡτος: -ον, πολυδάκρυτος, δι’ ὃν πολὺ ἔκλαυσεν ἢ κλαίει τις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442. ΙΙ. ἐνεργ., πολὺ κλαίων, Ἀνθ. Π. 12. 80· δάκρυα δ., δάκρυα ἀγωνίας, αὐτόθι 7. 476.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait pleurer amèrement.
Étymologie: δυσ-, δακρύω.
Spanish (DGE)
(δυσδάκρῡτος) -ον
1 que es objeto de amargo llanto ψῆγμα A.A.442.
2 que llora amargamente ψυχή AP 12.80 (Mel.), δάκρυα δυσδάκρυτα lágrimas de angustia, AP 7.476 (Mel.).
Greek Monolingual
δυσδάκρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που αξίζει πολλά δάκρυα
2. αυτός που κλαίει πολύ
3. φρ. «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.
Greek Monotonic
δυσδάκρῡτος: -ον, I. πολυδάκρυτος, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που κλαίει πολύ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσδάκρῡτος: 1) горько оплакиваемый (ψῆγμα ἀντήνορος σποδοῦ Aesch.);
2) горько плачущий, тяжко удрученный (ψυχή Anth.);
3) (о слезах) горький, горестный (δάκρυα Anth.).