δοχμόλοφος
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
ον,
A with slanting, nodding plume, A.Th.114 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δοχμόλοφος: -ον, ἔχων λόφον λοξὸν ἢ νεύοντα, προσκλίνοντα πλαγίως, Αἰσχύλ. Θήβ. 115.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l’aigrette retombe (sur le casque).
Étymologie: δοχμός, λόφος.
Spanish (DGE)
-ον
dud. de penacho transversal u ondeante κῦμα ... δοχμολόφων ἀνδρῶν A.Th.111.
Greek Monolingual
δοχμόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο προς τη μία πλευρά.
Greek Monotonic
δοχμόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή περικεφαλαία με φούντα που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δοχμόλοφος: с наклонившимся или качающимся султаном на шлеме (ἄνδρες Aesch.).