ἐπωφελέω

Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A aid, succour, τινα S.El.578,Ph.905; τινὰ οὐδέν Id.El.1005, E.Or.955, cf. Ar.Nu. 1442 ; τινι S.OC441, E.Andr.677 : abs., Pl.Lg.843c ; ἐν πολέμῳ Seleuc. ap. Ath.15.697d:—Pass., receive aid, Phalar.Ep.137. —In S. OC541 (lyr.), ἐδεξάμην δῶρον, ὃ μήποτ'..ἐπωφέλησα πόλεξς ἐξελέσθαι, the Sch. takes ἐπωφέλησα as, = ὤφελον, would that I never had received : -ήσας cj. Jebb.

German (Pape)

[Seite 1016] (dazu, dabei) helfen, nützen, beistehen, hülfreich sein, τινά, Soph. Phil. 893; Eur. Or. 955; τί δὴ ἐκ τούτων μ' ἐπωφελήσεις Ar. Nubb. 1442; so Plat. Legg. VIII, 843 c; Xen. Oec. 11, 9; – c. dat., οἱ δ' ἐπωφελεῖν τῷ πατρὶ δυνάμενοι Soph. O. C. 442; Eur. Andr. 676; – ἐδεξάμην δῶρον ὃ μήποτ' ἐπωφέλησα πόλεως ἐξελέσθαι Soph. O. C. 540, einen Lohn habe ich empfangen, von dem ich wünschte, daß, ihn zu erlangen, ich niemals der Stadt möchte einen Dienst geleistet haben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωφελέω: ὠφελῶ ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι, τινά τι, τινά, οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 1005, Εὐρ. Ὀρ. 955, Ἀριστοφ. Νεφ. 1442, Πλάτ., κτλ,: ἐπ. τινα, βοηθεῖν, ἐπικουρεῖν, Σοφ. Ἠλ. 578, Φιλ. 905, 1371· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 441, Εὐρ. Ἀνδρ. 677· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 843C. - Παθ., λαμβάνω βοήθειαν, Φαλάρ. Ἐπιστ. 113: - ἐν Σοφ. Ο.Κ. 541, ἐδεξάμην δῶρον, ὃ μήποτ’… ἐπωφέλησα πόλεος ἐξελέσθαι, ὁ Σχολ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐπωφέλησα ὡς ὤφελον, εἴθε νὰ μὴ εἶχον δεχθῆ. Ὁ Ἕρμ. πειρᾶται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη σημασίαν διά τινος ἑρμηνείας λίαν βεβιασμένης, ἴδε τὴν σημείωσιν αὐτοῦ. Ὁ Jebb ἔχει ἐπωφελήσας, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ καὶ τὸ παράρτημα ἐν σ. 278.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être utile à, aider, assister, secourir : τινα, τινι qqn ; τινά τι aider qqn en qch;
2 devoir, mériter de, inf..
Étymologie: ἐπί, ὠφελέω.

Greek Monotonic

ἐπωφελέω: μέλ. -ήσω,
I. ωφελώ, βοηθώ, ενισχύω ή συντρέχω, συνδράμω κάποιον σε κάτι, τινά τι, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐπ. τινα, βοηθώ ή συντρέχω, στον ίδ.· επίσης, τινί, στον ίδ., Ευρ.
II. δῶρον, ὃ μήποτ' ἐπωφέλησα ἐξελέσθαι, δώρο που ουδέποτε θα έπρεπε να είχα δεχθεί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπωφελέω: 1) оказывать помощь, услугу, приносить пользу (τινα Soph. и τινι Soph., Eur.): δίδαξον τί μ᾽ ἐκ τούτων ἐπωφελήσεις Arph. расскажи, какую пользу ты мне этим принесешь; λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν οὐδ᾽ ἐπωφελεῖ Soph. (это) ни от чего нас не избавляет и ничем не помогает; τὸ ἐπωφελεῖν οὐδαμῇ ἅπαντος Plat. приносить пользу может отнюдь не всякий;
2) заслуживать (δῶρον πόλεως ἐξελέσθαι Soph.).