οὐδαμῇ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
A Adv. nowhere, in no place, οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc.218, cf. A.Pers.385, Telecl.21; οὐδαμῇ βίου E.Fr.34; οὐδαμῇ ἄλλῃ Hdt.2.116; ἄλλῃ οὐδαμῇ Id.4.114: c. gen., οὐδαμῇ Αἰγύπτου Id.2.43.
2 in no direction, no way, Id.1.24,34,56, etc. (Cf. οὐθαμεῖ).
French (Bailly abrégé)
adv.
1 nulle part : οὐδαμῇ Αἰγύπτου HDT en aucun lieu de l'Égypte ; avec mouv. en aucune direction;
2 nullement, d'aucune manière.
Étymologie: οὐδαμός.
Greek Monolingual
οὐδαμῇ, δωρ. τ. οὐθαμεῖ (Α)
επίρρ.
1. σε κανένα μέρος, πουθενά
2. προς καμία κατεύθυνση
3. με κανέναν τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ.-ῇ (πρβλ. πανταχή)].
Russian (Dvoretsky)
οὐδαμῇ: или οὐδᾰμῆ, οὐδᾰμά (μᾰ), дор. οὐδᾰμᾷ adv.
1 нигде: οὐδαμῇ Αἰγύπτου Her. нигде в Египте; οὐδαμῇ ἄλλῃ Her. нигде больше;
2 никуда Her., Xen.;
3 никоим образом, никак Aesch., Soph.: οὐδαμῇ προσίεσθαι τὸν πόλεμον Xen. ни в коем случае не допускать войны;
4 никогда: χιὼν οὐδαμῇ νιν λείπει Soph. снег никогда не покидает ее (окаменевшую Ниобу).
German (Pape)
= οὐδαμῆ.