ἐρωμανής

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωμᾰνής Medium diacritics: ἐρωμανής Low diacritics: ερωμανής Capitals: ΕΡΩΜΑΝΗΣ
Transliteration A: erōmanḗs Transliteration B: erōmanēs Transliteration C: eromanis Beta Code: e)rwmanh/s

English (LSJ)

ές,

   A maddened by love, διάθεσις πρὸς μειράκιον D.S.30.22, cf. Nonn.D.16.10, al.    2 exciting mad love, φίλτρα Orph.H.55.14 (ἐρωτομ- codd.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωμανής: -ές, ἐμμανὴς ὑπὸ ἔρωτος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 581. 98 (κατὰ τὸν Vales, ἀντὶ ἐρωμένην). 2) ὁ διεγείρων ἐμμανῆ ἔρωτα, φίλτρα Ὀρφ. Ὕμν. 54. 14.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐρωμανής, -ές)
ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.).
επίρρ...
ἐρωμανῶς
μσν.
με μανία, με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω-ς + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναιμανής, θεομανής κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἐρωμανής: безумно влюбленный Diod.