συμπλώω
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
German (Pape)
[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συμπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
Greek Monotonic
συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.
Russian (Dvoretsky)
συμπλώω: ион. = συμπλέω.