ἀκαμαντομάχης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ, ἀκάματος ἐν μάχῃ, Πινδ. Π. 4. 304.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
infatigable au combat.
Étymologie: ἀκάμας, μάχομαι.
Greek Monotonic
ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ (μάχη), ακαταπόνητος στην μάχη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰμαντομάχης: неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).