θεογεννής

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεογεννής Medium diacritics: θεογεννής Low diacritics: θεογεννής Capitals: ΘΕΟΓΕΝΝΗΣ
Transliteration A: theogennḗs Transliteration B: theogennēs Transliteration C: theogennis Beta Code: qeogennh/s

English (LSJ)

ές,

   A begotten of a god, S. Ant.834 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1195] ές, göttliches Geschlechtes, Niobe, Soph. Ant. 834.

Greek (Liddell-Scott)

θεογεννής: -ές, γεγεννημένος ἐκ θεοῦ, θείου γένους ὤν, Νιόβη Σοφ. Ἀντ. 834.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
engendré par un dieu.
Étymologie: θεός, γεννάω.

Greek Monotonic

θεογεννής: -ές (γεννάω), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θεογεννής: рожденный богами, божественного происхождения (ξένα Φρυγία, т. е. Νιόβη Soph.).