σφύραινα

From LSJ
Revision as of 08:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφύραινα Medium diacritics: σφύραινα Low diacritics: σφύραινα Capitals: ΣΦΥΡΑΙΝΑ
Transliteration A: sphýraina Transliteration B: sphyraina Transliteration C: sfyraina Beta Code: sfu/raina

English (LSJ)

ἡ, a sea-fish, of two sorts acc. to Opp.H.1.172:    a the bicuda, Sphyraena spet;    b = Att. κέστρα, Stratt.28, Antiph.97, Arist.HA610b5. [ῡ, Opp.l.c., but Stratt. l.c. has σφῠρ-.]

Greek (Liddell-Scott)

σφύραινα: θαλάσσιός τις ἰχθὺς οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, παρ’ Ἀττικ. κέστρα, «ἡ σφύραινα δ’ ἐστὶ τίς; -κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ κικλήσκετε» Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐθυδίκῳ» 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· «κέστρα γὰρ ἡ σφῦρα διὸ καὶ ὁ καλούμενος ἰχθὺς σφύραινα, συνωνύμως καὶ κέστρα ὠνόμασται» Σημείωσις Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σελ. 87. [Θὰ περιέμενέ τις ῡ, ἀλλ’ ὁ Στράττις ἔνθ’ ἀνωτέρ. ἔχει σφῠρ-· καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 172., 3. 117 ὑπάρχει διάφορ. γραφ. μῡραιναι].

Greek Monolingual

η, ΝΑ
τελεόστεο περκόμορφο ψάρι που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια sphyraenidae, κν. σήμερα λούτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + επίθημα -αινα (πρβλ. μύρ-αινα). Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματός του].

Russian (Dvoretsky)

σφύραινα: ἡ сфирена (род морской рыбы) Arst.