πρύλις
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A dance in armour, armed dance, Call.Jov.52, Dian.240; Cret., = πυρρίχη, acc. to Arist.Fr.519.
German (Pape)
[Seite 801] ἡ, ein Tanz in Waffen, wie πυῤῥίχη, nach Aristot. bei Schol. Pind. P. 2, 127 bei den Cypriern gebräuchlich; vgl. Callim. Iov. 52 Dian. 240.
Greek (Liddell-Scott)
πρύλῐς: [ῠ], εως, ἡ, ὄρχησις ἐν ὅπλοις, ἐνόπλιος ὄρχησις, Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ πυρρίχη κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347).
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
1. είδος πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι
2. (στην Κρήτη) ο χορός πυρρίχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και, κατνώςά μία άποψη, έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. πρυλίων της γεν. πληθ. της λ. πρυλέες.
Russian (Dvoretsky)
πρύλις: εως (ῠ) ἡ военная пляска (у критян) Arst.