σκόρδον
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
τό,
A = σκόροδον, Crates Theb.4.5 D., IG22.1184.15 (iv B.C.), PSI4.332.6 (iii B.C.), PTeb.717.5 (ii B.C.), LXX Nu.11.5, Phld.Po.2.52, Dsc.2.152, IG3.73.10, Edict.Diocl.6.23, Gp.12.8.8, etc.: prov., μὴ σκόρδου (sc. φάγω) 'anything for a quiet life', prob. in Cic.Att.13.42.3; cf. σκόροδον: codd. of Thphr. have both σκόρδον (HP1.10.7, al.) and σκόροδον (1.6.9, al., Od.63):—Dim. σκορδόνιον, τό, Dsc.Eup.2.119; σκορδ-σνίαν καλοῦσιν οἱ Ῥωμαῖοι Orib. ap. Aët.11.10 (s.v.l.). II ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος ἐστὶν τὸ λεγόμενον σκόρδον PHolm.9.26.
German (Pape)
[Seite 904] τό, verkürzt statt σκόροδον, D. L. 6, 85.
Greek (Liddell-Scott)
σκόρδον: τό, μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ σκόροδον, «σκόρδον», συχν. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει χάριν τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
σκόρδον: τό Diog. L. = σκόροδον.