ἐκκρουστικός

From LSJ
Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρουστικός Medium diacritics: ἐκκρουστικός Low diacritics: εκκρουστικός Capitals: ΕΚΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekkroustikós Transliteration B: ekkroustikos Transliteration C: ekkroustikos Beta Code: e)kkroustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for expelling, τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a22 ; τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.

German (Pape)

[Seite 765] ή, όν, zum Herausstoßen geeignet, verdrängend, ἐλέου Arist. rhet. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρουστικός: -ή, -όν, ἀποκρουστικός, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser, à repousser.
Étymologie: ἐκκρούω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que rechaza, incompatible τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρουστικός: выталкивающий, изгоняющий: τὸ δεινὸν ἐκκρουστικόν (ἐστιν) τοῦ ἐλέου Arst. страх вытесняет жалость.