χαλκηδών
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A chalcedony, Apoc.21.19.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκηδών: -όνος, ἡ, πολύτιμός τις λίθος, ὁ πρῶτος ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ τρίτος χαλκηδὼν (ἔνθα διάφ. γραφ. χαλκεδών, χαλκιδών, καρχηδών), Ἀποκάλ. κα΄, 19.
English (Strong)
from χαλκός and perhaps εἶδος; copper-like, i.e. "chalcedony": chalcedony.
English (Thayer)
χαλκηδονος, ὁ, chalcedony, a precious stone de scribed by Pliny, h. n. 31,5 (18), 72 (see B. D. (especially the American edition), under the word): Revelation 21:19.
Greek Monotonic
χαλκηδών: -όνος, ἡ, πολύτιμος λίθος, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
χαλκηδών: όνος ὁ халкедон или халцедон (драгоценный камень) NT.