βουφορβέω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
A tend cattle, E.Alc.8.
German (Pape)
[Seite 460] Rinder weiden, Eur. Alc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
βουφορβέω: τρέφω, διατηρῶ βοῦς, Εὐρ. Ἀλκ. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐβουφόρβουν;
faire paître des bœufs.
Étymologie: βουφορβός.
Spanish (DGE)
apacentar ganado bovino E.Alc.8.
Greek Monotonic
βουφορβέω: τρέφω, διατηρώ βόδια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βουφορβέω: пасти быков Eur.