κάρπωσις

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρπωσις Medium diacritics: κάρπωσις Low diacritics: κάρπωσις Capitals: ΚΑΡΠΩΣΙΣ
Transliteration A: kárpōsis Transliteration B: karpōsis Transliteration C: karposis Beta Code: ka/rpwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A use, profit, X.Cyr.4.5.16.    II offering offruits, LXXLe.4.10, al., IG 3.77 (pl., ii A. D.); sacrifice to Aphrodite at Amathus, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1329] ἡ, die Nutzung, der Nießbrauch, γῆς Xen. Cyr. 4, 5, 16; – das Darbringen der Opfer von Früchten, das Opfern, LXX., Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

κάρπωσις: -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, ἀπόλαυσις, ὠφέλεια, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· καθόλου προσφορὰ ἢ θυσία, Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. κάρπωμα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάρπωσις· θυσία Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
jouissance, possession.
Étymologie: καρπόω.

Greek Monotonic

κάρπωσις: -εως, ἡ, χρήση ή κέρδος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κάρπωσις: εως ἡ (ис)пользование (γῆς Xen.).