περιπολαῖος

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπολαῖος Medium diacritics: περιπολαῖος Low diacritics: περιπολαίος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: peripolaîos Transliteration B: peripolaios Transliteration C: peripolaios Beta Code: peripolai=os

English (LSJ)

ον,

   A open all round, flat, of eyes, Arist.Phgn.810a1 (Comp., nisi leg. ἐπι-, cf. foreg.).

German (Pape)

[Seite 588] von Augen, Arist. physiogn. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μάτι) αυτός που είναι ολόγυρα ανοιχτός, ορθάνοιχτος, ή, κατ' άλλους, αυτός που στρέφεται παντού, ευκίνητος, ζωηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].

Russian (Dvoretsky)

περιπολαῖος: вращающийся, т. е. подвижной, бегающий (ὀφθαλμοί Arst.).