Κρονικός
English (LSJ)
ή, όν, = sq.; K. ἀστήρ the planet
A Saturn, AP11.227 (Ammian.); ζῴδια Paul.Al.O.3; K. ἑορτή, = Saturnalia, Plu.Pomp.34, Porph.Antr.23; K. λόφος, = Κρόνιον, Pi.O.5.17; also K. ὄχθος ib.9.3. II old-fashioned, out of date, Ar. Pl.581, Pl.Ly.205c (Comp.); πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικόν Alex. 62.2, cf. Com.Adesp.1052. 2 prov., K. λῆμαι, of the short-sighted, Diogenian.5.63, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Κρ. ἀστήρ, ὁ πλανήτης Κρόνος, Ἀνθ. Π. 11. 227· πρβλ. τὸ ἑπόμ. 1. 2· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 263. 46. ΙΙ. ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, τοῦ παρελθόντος καιροῦ, ἀπηρχαιωμένος, Ἀριστοφ. Πλ. 581, Πλάτ. Λῦσ. 205C· πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικὸν Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· πρβλ. Κρόνος ΙΙ, Κρόνιος ΙΙ, ἀρχαϊκός, ἀρχαῖος 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 du temps de Cronos, càd vieux, antique;
2 de Saturne à Rome : ἡ Κρονικὴ ἑορτή la fête des Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.
Greek Monotonic
Κρονικός: -ή, -όν, = το επόμ.,
I. Κρ. ἀστήρ, ο πλανήτης Κρόνος, σε Ανθ.
II. με υποτιμητική σημασία, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Κρονικός: 1) восходящий к временам Крона, ирон. страшно старый, древний (ἄνθρωπος Luc.): λῆμαι Κρονικαί Arph. старинные предрассудки; ἔτι τούτων Κρονικώτερα Plat. и не такое еще старье;
2) посвященный Крону (римск. Сатурну): ἡ Κρονικὴ ἑορτή Plut. Сатурналии; κ. ἀστήρ Anth. планета Сатурн.