Πελασγίς

From LSJ
Revision as of 09:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
c. Πελασγικός, Πελάσγιος.

Greek Monolingual

-ίδος και Πελασγιάς, -άδος, ή, Α
1. Πελασγική
2. προσωνυμία της Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και της Δήμητρος στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα -ίς, -ίδος].

Russian (Dvoretsky)

Πελασγίς: ίδος adj. f пеласгическая Her.