εὔπλωτος
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
ον,
A favourable to sailing, κῦμα AP10.25 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1089] gut zu beschissen, κῦμα, Antp. Th. 18 IX, 251.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλωτος: -ον, εὐνοϊκὸς πρὸς πλοῦν, κῦμα Ἀνθ. Π. 10. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre à une bonne navigation.
Étymologie: εὖ, πλέω.
Greek Monolingual
εὔπλωτος, -ον (Α)
ευνοϊκός για τον πλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλωτός < πλώω «επιπλέω»].
Greek Monotonic
εὔπλωτος: -ον, ευνοϊκός, αίσιος, λέγεται για θαλασσινό ταξίδι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπλωτος: благоприятствующий плаванию (κῦμα Anth.).