λοιδορησμός
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
ὁ,
A = λοιδορία, Ar.Ra.758.
Greek (Liddell-Scott)
λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, ἐκ διαβολᾶς λοιδορησμός, λοιδορησμοῦ δ’ ἔκ μάχα Ἐπίχ. 122 Ahr., πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 758.
Greek Monolingual
λοιδορησμός, ὁ (Α)
λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (βλ. και λοιδοριστής)].
Greek Monotonic
λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λοιδορησμός: ὁ Arph. = λοιδορία.