πάτρη
From LSJ
German (Pape)
[Seite 535] ἡ, ion. u. ep. statt πάτρα, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πάτρη: ἡ, Ἰων. καὶ Ὁμηρ. ἀντὶ πάτρα.
English (Autenrieth)
(πατήρ): native country, native land, home, Il. 13.354.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ιων. και επικ. τ.) βλ. πάτρα.
Greek Monotonic
πάτρη: ἡ, Ιων. αντί πάτρα.
Russian (Dvoretsky)
πάτρη: ἡ эп.-ион. = πάτρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάτρη, ἡ Ion. en ep. voor πάτρα.