Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρίβλητος

From LSJ
Revision as of 10:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβλητος Medium diacritics: πυρίβλητος Low diacritics: πυρίβλητος Capitals: ΠΥΡΙΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pyríblētos Transliteration B: pyriblētos Transliteration C: pyrivlitos Beta Code: puri/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A struck by fire, Nonn.D.8.355: metaph., fevered, Nic.Th.774.    II Act.,= πυροβόλος, ἀκίδες AP12.76 (Mel.), cf. Nonn.D.30.91.

German (Pape)

[Seite 822] mit Feuer geworfen; Nic. Ther. 774; Maneth. 4, 421; – ἀκίδες, Mel. 17 (XII, 76), akt., = πυροβόλος.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβλητος: -ον, ὁ βληθείς, κτυπηθεὶς διὰ πυρός, Νόνν. Δ. 8. 355· μεταφ., ὁ πυρέσσων, Νικ. Θηρ. 774. ΙΙ. ἐνεργ. = πυροβόλος· ἀκίδες Ἀνθ. Π. 12. 76, Νόνν. Δ. 30. 91.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. (με παθ. σημ.) αυτός που βάλλεται με τη χρήση φωτιάς
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εκτοξεύει φωτιά («πυρίβλητοι ἀκίδες», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
μτφ. αυτός που έχει πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνό-βλητος, χιονό-βλητος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίβλητος -ον [πῦρ, βάλλω] vuurschietend.