τριακτήρ

From LSJ
Revision as of 10:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐακτήρ Medium diacritics: τριακτήρ Low diacritics: τριακτήρ Capitals: ΤΡΙΑΚΤΗΡ
Transliteration A: triaktḗr Transliteration B: triaktēr Transliteration C: triaktir Beta Code: triakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (τριάζω)

   A victor, A.Ag.171 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τριακτήρ: ῆρος, ὁ, νικητής, «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. τριάζω, ἀτρίακτος.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
vainqueur en trois assauts ; vainqueur.
Étymologie: τριάζω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. διδακ-τήρ)].

Greek Monotonic

τριακτήρ: -ῆρος, ὁ (τριάζω), νικητής, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριακτήρ -ῆρος, ὁ [τρεῖς] overwinnaar (wie zijn tegenstander bij het worstelen drie maal op zijn rug heeft geworpen).