πιπίσκω

From LSJ
Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐπίσκω Medium diacritics: πιπίσκω Low diacritics: πιπίσκω Capitals: ΠΙΠΙΣΚΩ
Transliteration A: pipískō Transliteration B: pipiskō Transliteration C: pipisko Beta Code: pipi/skw

English (LSJ)

Hp.Mul.1.63, Luc.Lex.20: fut. πίσω [ῑ] Pi.I.6(5).74, Eup.115: aor.

   A ἔπῑσα Hp.Mul.1.59, al., prob. in Arist.EN1111a14 (for παίσας), (ἐν-) Pi.Fr.111 (πιπίσαι is f.l. in Hp.Fract.36):—Med., aor. ἐπῑσάμην (ἐν-) Nic.Th.573,877, etc.:—Pass., aor. ἐπίσθην (ἐν-) ib.624:—causal of πίνω, give to drink, Hp.Acut.2, Aret.CA1.1, etc.: c. dupl. acc., πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ I will make them drink the water of Dirce, Pi.I.l.c.; π. τινά τινος Luc. l.c.: c. dat. et acc., ταύτῃσι γάλα Hp.Mul.1.63.

German (Pape)

[Seite 617] fut. πίσω, aor. ἔπισα, zu trinken geben, tränken; Hippocr. u. Sp., wie Luc. Lexiph. 20, wo es mit dem gen. verbunden ist, τινὰ τοῦ φαρμάκου. – Das fut. bei Pind. I. 5, 74, πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ; auch Eupol. bei E. M. 673, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πῐπίσκω: Ἱππ. 612. 15., 614. 3, Λουκ.· μέλλ. πίσω [ῐ] Πίνδ. ἔνθα κατωτ., Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 24· ἀόρ. ἔπῑσα Ἱππ. 611. 27, (ἐν-) Πινδ. Ἀποσπ. 77· παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 775 πιπίσαι. ― Μέσ., ἀόρ. ἐπισάμην (ἐν-) Νικ. Θηρ. 573, 877, κτλ. ― Παθ., ἀόρ. ἐπίσθην (ἐν-) αὐτόθι 624. Μεταβατικὸν ἐνεργ. τοῦ πίνω, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, κτλ.· μετὰ διπλῆς αἰτ., πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ, θὰ κάμω αὐτοὺς νὰ πίωσι τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, θὰ ποτίσω αὐτούς, Πινδ. Ι. 6 (5). 108· π. τινά τινος Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1, Λουκ. Λεξιφ. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.

French (Bailly abrégé)

f. πίσω, ao. ἔπισα;
donner à boire;
Moy. πιπίσκομαι m. sign. : τινός τινα faire boire de qch à qqn.
Étymologie: R. Πι, avec redoubl.

English (Slater)

πιπίσκω (fut. πσω.)
   1 offer to drink πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ (τουτέστι τῷ ἐμῷ ῥεύματι ἤτοι τῷ ποιήματι ποτιῶ αὐτούς Σ.) (I. 6.74)

Greek Monolingual

Α
(μτβ.) δίνω σε κάποιον να πιει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πῑ- του -πισα (αόρ. του πίνω) με ενεστ. διπλασιασμό πι- και επίθημα -σκω (πρβλ. βι-βά-σκω)].

Greek Monotonic

πῐπίσκω: μέλ. -πίσω [ῑ], αόρ. αʹ ἔπῑσα — Μτβ. ενεργείας του πίνω, δίνω σε κάποιον να πιει, πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ, θα τους κάνω να πιουν το νερό της Δίρκης, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιπίσκω [πίνω] aor. ἔπῑσα; fut. πῑ́σω, drenken, doen drinken, te drinken geven.