πολυέλικτος
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ον,
A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13. II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.
German (Pape)
[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυέλικτος, -ον, ΜΑ
(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.)
(
Greek Monotonic
πολυέλικτος: -ον, πολύ συσπειρωμένος, πολυέλικτος ἁδονά, ευχαρίστηση, ηδονή του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.