πιτυρώδης

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῡρώδης Medium diacritics: πιτυρώδης Low diacritics: πιτυρώδης Capitals: ΠΙΤΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: pityrṓdēs Transliteration B: pityrōdēs Transliteration C: pityrodis Beta Code: piturw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bran-like, Thphr.CP1.5.4, Gal.6.483; ὑποστάσιες π., of sediment in urine, Hp.Prog.12.    2 scurfy, Id.Aph.4.77, Coac.570.

German (Pape)

[Seite 622] ες, 1) kleienartig. – 2) schorfartig, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πίτυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 4· ἄρτοι π. Γαλην. 2) πάσχων ἐκ πιτυριάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, τλ. 3) πρβλ. πίτυρον 3.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πίτυρον
1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής
2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος
3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)
4. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πιτυρίαση
5. το αρσ. ως ουσ. πιτυρώδης
ο πιτυρούχος άρτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες ( sc. ὑποστάσιες ) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12.