κάββαλε
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
Greek (Liddell-Scott)
κάββᾰλε: Ἐπικ. ἀντὶ κατέβαλε: ἀόρ. β΄ τοῦ καταβάλλω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 poét. avec sync. de καταβάλλω.
English (Autenrieth)
see καταβάλλω.
Greek Monotonic
κάββᾰλε: Επικ. αντί κατέβαλε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
κάββᾰλε: эп. 3 л. sing. aor. 2 к καταβάλλω.