συφορβός

Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ὁ, (σῦς, φέρβω)

   A swineherd, Il.21.282, Od.14.504, Theoc.16.54 (as v.l.), Plu.Rom.6; in Prose συοφορβός (q.v.):—Hom. also uses ὑφορβός, δῖος ὑφορβός Od.14.413, cf. 3, al.--Noted as not Att. by Thom.Mag.p.328 R.

German (Pape)

[Seite 1046] ὁ, wie ὑφορβός, Schweinehirt, Sauhirt, Il. 21, 282 Od. 14, 504.

Greek (Liddell-Scott)

σῠφορβός: ὁ, (σῦς, φέρβω) συβώτης, χοιροβοσκός, Ἰλ. Φ. 282, Ὀδ. Ξ. 504, Θεόκρ., Πλούτ.· παρὰ πεζογράφοις, συοφορβός, ὃ ἴδε. - Παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως εἶναι ἐν χρήσει ὁ τύπος ὑφορβός (ὡς καὶ ὗς ἀντὶ σῦς), ὁπόταν ἀπαιτῇ τοῦτο τὸ μέτρον, δῖος ὑφορβὸς Ὀδ. Ξ. 3, 413, κ. ἀλλ.· - Θωμ. ὁ Μάγιστρ. σελ. 812 σημειοῦται: «συβώτης Ἀττικοί, καὶ συβωτεῖν οὐ συφορβός, οὐδὲ συφορβεῖν».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
porcher.
Étymologie: σῦς, φέρβω.

English (Autenrieth)

(φέρβω): swineherd; παῖς, tending swine. (Od. and Il. 21.282.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. συοφορβός.

Greek Monotonic

σῠφορβός: ὁ (σῦς, φέρβω), χοιροβοσκός, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συφορβός -ου, ὁ [σῦς, φορβή] varkenshoeder.