ἄμμες
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (
A νρπαρ; Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100. ἀμμέσον, poet. for ἀνὰ μέσον, Hes. ἀμμέτερος and ἄμμος, = ἡμέτερος, Alc.105 A, B.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἡμεῖς.
English (Autenrieth)
see ἡμεῖς.
Spanish (DGE)
v. ἐγώ.
Greek Monolingual
ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).
Greek Monotonic
ἄμμες: Αιολ. αντί ἡμεῖς, ονομ. πληθ. του ἐγώ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμμες: эп.-эол.-дор. = ἡμεῖς.