προτιμυθέομαι

From LSJ
Revision as of 11:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτιμῡθέομαι Medium diacritics: προτιμυθέομαι Low diacritics: προτιμυθέομαι Capitals: ΠΡΟΤΙΜΥΘΕΟΜΑΙ
Transliteration A: protimythéomai Transliteration B: protimytheomai Transliteration C: protimytheomai Beta Code: protimuqe/omai

English (LSJ)

Ep. for προσμυθέομαι.

German (Pape)

[Seite 793] dor. statt προσμυθέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προτιμῡθέομαι: Ἐπικ. ἀντὶ προσμυθέομαι.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
ao. προτιμυθήσασθαι;
adresser la parole à, acc. ou dat.
Étymologie: poét. pour *προσ-μυθέομαι.

Greek Monolingual

-οῡμαι, Α
(δωρ. τ.) βλ. προσμυθοῡμαι.

Greek Monotonic

προτιμῡθέομαι: Επικ. αντί προσ-μυθέομαι.

Russian (Dvoretsky)

προτῐμῡθέομαι: дор. Theocr. = * προσμυθέομαι.