οὔποτε
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
German (Pape)
[Seite 416] niemals, nie, Hom. u. Folgde überall; auch getrennt durch eine andere Partikel, οὐκ ἂν δήποτε; οὔποτε λήγει, Plat. Phaedr. 245 c; – c. ἄν et opt., Xen. An. 2, 5, 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
ne… jamais.
Étymologie: οὐ, ποτέ.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
οὔποτε: ή οὔποτε, Δωρ. οὔποκα, επίρρ., ουδέποτε, ποτέ, σε Όμηρ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
οὔποτε: дор. οὔποκα adv. тж. раздельно никогда: οὔποτ᾽ ἂν στόλον ἐπλεύσατ᾽ ἂν τόνδε Soph. вы никогда не совершили бы этого морского перехода.