σταλίς

From LSJ
Revision as of 12:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰλίς Medium diacritics: σταλίς Low diacritics: σταλίς Capitals: ΣΤΑΛΙΣ
Transliteration A: stalís Transliteration B: stalis Transliteration C: stalis Beta Code: stali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,= foreg., Hsch.;

   A f.l. for σχαλίς in X.Cyn.2.8.

German (Pape)

[Seite 929] ίδος, ἡ, dor. στάλιξ, alles Aufgestellte, Aufgerichtete, bes. Stellholz, Stange, v. l. bei Xen. Cyn. 2, 8. 6, 7. Bei Leon. Al. 20 (VI, 325) scheinen es Jagdnetze zu sein. Vgl. noch Opp. Cyn. 1, 150. 157; ὑπὸ σταλίκεσσιν ἄκανθαι, Hal. 4, 606, von dornigen Flossen. ίδος, ἡ, dor. statt στηλίς.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλίς: -ίδος, ἡ, = στάλιξ. «κάμαξχάραξ» Ἡσύχ., διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. ἐν Κυν. 2. 8., 6. 7, ἀντὶ σχαλίς.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κάμαξχάραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του στάλ-ιξ με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κλῃ-ίς / κλείς)].

Russian (Dvoretsky)

στᾰλίς: ίδος ἡ Xen. v. l., Anth. = στάλιξ.