ἀντιπαρεξαγωγή
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ,
A a means of attack in controversy, πρός τινα S.E.M.7.150.
German (Pape)
[Seite 257] ἡ, das dagegen Ausrücken, Plut. frg. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρεξᾰγωγή: ἡ, μέσον ἐπιθέσεως ἐν συζητήσει, ἐναντίωσις, πρός τινα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 150.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
postura contraria en una controversia, Plu.Lib.5, πρὸς τοὺς Στωικούς S.E.M.7.150.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαρεξᾰγωγή: ἡ выступление против, опровержение, полемика (πρὸς τοὺς Στωϊκούς Sext.).