απρομήθητος

From LSJ
Revision as of 12:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

ἀπρομήθητος, -ον (Α) προμηθούμαι απρόβλεπτος, απρόοπτος.

Russian (Dvoretsky)

απρομήθητος: непредвиденный, неожиданный (ἄελπτος κἀπρομήθητος Aesch.).