συμπερασματικῶς
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de conclusion, en guise de conclusion.
Étymologie: συμπέρασμα.
Russian (Dvoretsky)
συμπερασματικῶς: Arst. = συμπεραντικῶς.