πυλόω
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
A furnish with gates, τὸν Πειραιᾶ X.HG 5.4.34:—Pass., to be so furnished, ἅπαντ' ἐκεῖνα πεπύλωται πύλαις Ar. Av.1158.
German (Pape)
[Seite 817] mit Thüren oder Thoren versehen; πεπύλωται πύλαις, Ar. Av. 1158; ἐπύλωσαν τὸν Πειραιᾶ, Xen. Hell. 5, 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλόω: ἐφοδιάζω, ἀσφαλίζω μὲ πύλας, τὸν Πειραιᾶ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 34 - Παθητ. ἀσφαλίζομαι διὰ πυλῶν, ἅπαντα πεπύλωται πύλαις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1158.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fermer avec des portes, acc..
Étymologie: πύλη.
Greek Monotonic
πῠλόω: μέλ. -ώσω (πύλη), εφοδιάζω, ασφαλίζω με πύλες, σε Ξεν. — Παθ. ασφαλίζομαι με πύλες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πῠλόω: снабжать воротами (τὸν Πειραιᾶ Xen.): πυλοῦσθαι πύλαις Arph. снабжаться воротами.