φαλαρίς

From LSJ
Revision as of 13:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλᾱρίς Medium diacritics: φαλαρίς Low diacritics: φαλαρίς Capitals: ΦΑΛΑΡΙΣ
Transliteration A: phalarís Transliteration B: phalaris Transliteration C: falaris Beta Code: falari/s

English (LSJ)

Ion. φαληρίς, ίδος, ἡ:—

   A coot, Fulica atra, so called from its bald white head, Ar.Ach.875, Av.565 (anap., in Ion. form), Arist. HA593b16 (v.l. φαληρίς), Fr.350, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e; φαληρίδες ταριχηραί Cleomenesap.eund.9.393c.    II canary grass, Phalaris nodosa, Dsc.3.142 (both forms in codd.); phaleri (sic), Plin. HN27.126.

German (Pape)

[Seite 1253] ίδος, ἡ, ion. φαληρίς, das Wasserhuhn, nach seiner kahlen, weißen Platte benannt; Ar. Av. 565 (in der ion. Form) Ach. 854; Eubul. bei Ath. III, 108 b. Nach Buttmann Lexil. II p. 248 war der Vogel schwarz, mit weißer Blesse auf dem Kopfe, wie das Bleßhuhn. – Bei Plin. H. N. 27, 12 eine Grasart, deren Aehre vielleicht an den Helmbusch erinnerte.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλᾱρίς: Ἰωνικ. φαληρίς, ίδος, ἡ· (φαλᾱρός)· ― πτηνὸν λιμναῖον, κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς φαλακρᾶς λευκῆς κεφαλῆς του, «φαλαρίδα», Λατιν. phalāris, phalēris, Ἀριστοφ. Ἀχ. 875, Ὄρν. 565 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· ― κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. φάλος 10, ἔν τισι τόποις τῆς Γερμανίας τὸ πτηνὸν τοῦτο καλεῖται Blesshuhn, ὡς ἐκ τοῦ λευκοῦ μέρους (Bletz) τοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ. ΙΙ. εἶδος χόρτου, Phal. canariensis, Διοσκ. 3. 159, Πλίν. 27. 102.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
poule d’eau, oiseau.
Étymologie: φαλαρός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φαληρίς, -ίδος, ἡ Α
βλ. φαλαρίδα.

Greek Monotonic

φᾰλᾱρίς: -ίδος, Ιων. φαληρίς, ἡ (φαλᾱρός), φαλαρίδα, πουλί που ζει κοντά σε λίμνες· ονομάζεται έτσι από το λευκό φαλακρό κεφάλι του, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλᾱρίς: ион. φᾰληρίς, ίδος ἡ птица лысуха (Fulica) Arph., Arst.