προσανακοινόομαι
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
Med.,
A communicate besides, τινί τι D.S.1.16.
German (Pape)
[Seite 749] pass., zu Einem gehen u. sich ihm mittheilen, bes. um sich mit ihm zu berathen, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
προσανακοινόομαι: ἀνακοινοῦμαι προσέτι, τινί τι Διόδ. 1. 16.
Russian (Dvoretsky)
προσανακοινόομαι: сверх того или еще сообщать (τί τινι Diod.).