ἐνδακρύω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A weep in or with, ἐ. ὄμμασι suffuse them with tears, A.Ag. 541.
German (Pape)
[Seite 831] beweinen, ὥςτ' ἐνδακρύειν γ' ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο Aesch. Ag. 527.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδακρύω: χύνω δάκρυα, ἐμπίπλαμαι, πληροῦμαι δακρύων, ὥστ’ ἐνδακρύειν γ’ ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο Αἰσχύλ. Ἀγ. 541.
French (Bailly abrégé)
pleurer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, δακρύω.
Spanish (DGE)
llorar ἐνδακρύειν γ' ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο A.A.541.
Greek Monolingual
ἐνδακρύω (Α)
χύνω δάκρυα, πλημμυρίζω από δάκρυα.
Greek Monotonic
ἐνδακρύω: μέλ. -σω, χύνω δάκρυα, θρηνολογώ· ἐνδ. ὄμμασι, πλημμυρίζω τα μάτια με δάκρυα, δακρύζω, κλαίω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδακρύω: проливать слезы (ὄμμασι Aesch.).